Η οικονομική πολιτική, η παιδεία, η άμυνα κλπ. αποτελούν όλες συνιστώσες της εξωτερικής πολιτικής και κατ’ επέκτασιν της εθνικής μας στρατηγικής. Όλες όμως πλέον καθορίζονται από την ΕΕ. Προφανέστατα, η απώλεια του εθνικού νομίσματος, η τύπωση του οποίου αποτελεί εργαλείο στην άσκηση οικονομικής και όχι μόνο πολιτικής, αποτελεί τον πιο εύκολα αντιληπτό τομέα απώλειας εθνικής κυριαρχίας. Η Ευρωπαϊκή Ένωση λοιπόν, δυστυχώς αποτελεί τροχοπέδη στην ανάπτυξη ανεξάρτητης εθνικής στρατηγικής.
Μετά την ένταξή μας στην ΕΟΚ το 1979, ο ελληνικός πολιτικός κόσμος επαναπαύθηκε. Εάν θεωρηθεί ότι η ένταξη αυτή ήταν ο στρατηγικός στόχος που επετεύχθη, μετά τι θέσαμε ως επόμενο στόχο; Την ένταξη στην Ευρωζώνη; Η επίτευξη του στόχου της ένταξης προσέφερε τα αναμενόμενα και αν όχι μήπως πρέπει να επανεξεταστεί;
Δύο ήταν τα κύρια επιχειρήματα των οπαδών της Ευρωπαϊκής Ένωσης όλα αυτά τα χρόνια. Οικονομική σταθερότητα και ανάπτυξη και ασφάλεια από την απειλή της Τουρκίας.
Όσον αφορά το πρώτο, με την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως ονομάζεται σήμερα η ΕΟΚ, είδαμε την μείωση του ετήσιου ρυθμού ανάπτυξης και αποβιομηχάνιση σε σχέση με τα προενταξιακά χρόνια. Ελληνικές βιομηχανίες όπως η Ιζόλα ή η Πίτσος δε μπορούσαν να ανταπεξέλθουν στον εμπορικό ανταγωνισμό από τις βιομηχανίες χωρών όπως η Γερμανία και η Ελλάδα είχε πλέον χάσει τη δυνατότητα εφαρμογής προστατευτικών εισαγωγικών δασμών λόγω των ανοικτών συνόρων στις εμπορικές συναλλαγές ανάμεσα στις χώρες μέλη. Δηλαδή δε μπορούσε με φορολόγηση των εισαγωγών να διασώσει την αντίστοιχη ελληνική βιομηχανική παράγωγή, όπως έκαναν π.χ. οι ΗΠΑ έναντι Ιαπωνικών εισαγωγών τη δεκαετία του 80.
Παράλληλα η αγροτική παραγωγή επιδοτήθηκε για να μειωθεί. Οι επιδοτήσεις και οι ποσοστώσεις παραγωγής με εντολή της ΕΕ, μείωσαν την αυτάρκεια σε αγροτικά προϊόντα ώστε σήμερα στις λαϊκές αγορές τα πάντα να είναι εισαγόμενα.
Στον αντίποδα βέβαια, η Ελλάδα έλαβε πολλά πακέτα στήριξης (βλέπε πακέτα Ντελόρ). Τα πακέτα αυτά χρησιμοποιήθηκαν για κατασκευή έργων υποδομής όπως αυτοκινητόδρομοι για τη διευκόλυνση του ευρωπαϊκού εμπορίου, όμως πολλά χρήματα κατασπαταλήθηκαν σε λαϊκίστικες σπατάλες προς άγραν ψήφων. Τίθεται λοιπόν το ερώτημα. Δε θα ήταν καλύτερα, τα έργα υποδομής να είχαν κατασκευαστεί με ιδίους πόρους, από φορολόγηση εισαγωγών και της ελληνικής βιομηχανίας και να μην είχαμε απωλέσει τη βιομηχανική παραγωγική μας δυνατότητα ως αντάλλαγμα του ευρωπαϊκού χρήματος; Τα αποτελέσματα τα βιώνουμε σήμερα. Όπως λέει και μια κινεζική παροιμία, «Δώσε σε έναν άνθρωπο ένα ψάρι και τον τάισες για μια ημέρα. Μάθε του να ψαρεύει και τον τάισες για όλη του τη ζωή».
Όσον αφορά την ένταξη στη ζώνη του Ευρώ, η χρεωκοπία του ελληνικού δημοσίου και τα μνημόνια, δίνουν την απάντηση ως προς το θετικό αποτέλεσμα αυτού του εγχειρήματος.
Χωρίς τη δυνατότητα εκτύπωσης εθνικού νομίσματος είναι αδύνατη η χάραξη ανεξάρτητης οικονομικής αλλά και εθνικής πολιτικής. Σκέφτηκε κανείς τι θα κάνουμε σε περίπτωση που χρειαστεί να χρηματοδοτήσουμε μια έκτακτη κατάσταση όπως έναν μακροχρόνιο πόλεμο, χωρίς να μπορούμε να τυπώσουμε το δικό μας νόμισμα; Ποιος θα μας δανείσει εκείνη την ώρα; Αν κάποιος πιστεύει ότι μακροχρόνιος πόλεμος δε μπορεί να συμβεί στην πολιτισμένη Ευρώπη, ας ρωτήσει τους Ευρωπαίους κατοίκους της Γιουγκοσλαβίας ή της Ουκρανίας το 2014 που βρέθηκαν από κει που παρακολουθούσαν την ομάδα τους στο κοσμοπολίτικο Champions League, να δέχονται εισβολή από τις δυνάμεις της Ρωσίας, σε μια σύγκρουση που δεν έχει ακόμα λήξει.
Αλλά και σε καθαρά οικονομικό πλαίσιο, το ελληνικό κράτος στερήθηκε ενός πολύ σημαντικού εργαλείου δημοσιονομικής πολιτικής στην αντιμετώπιση της πρόσφατης οικονομικής κρίσης. Έχασε μεγάλο μέρος της ανεξαρτησίας του με αμφίβολα ανταλλάγματα νομισματικής σταθερότητας.
Το δεύτερο επιχείρημα των «Ευρωπαϊστών» είναι η ασφάλεια έναντι της Τουρκίας. Και εκεί όμως δεν έχουμε τα αποτελέσματα που θα περίμενε κανείς. Οι απειλές της Τουρκίας και οι παραβιάσεις του Εθνικού Εναέριου Χώρου και σταδιακά και των υδάτινων συνόρων μας, με τα χρόνια συνεχώς εντείνονταν παρά τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Τουρκίας.
Όλες οι ευρωπαϊκές χώρες παραγωγής όπλων (Γερμανία, Βρετανία, Ισπανία, Ιταλία) συνέχιζαν τις εξαγωγές όπλων παρά τις απειλές της Τουρκίας έναντι της χώρας μέλους της ΕΕ, της Ελλάδος ενώ στα διεθνή φόρα, ελάχιστη συμπαράσταση βρήκε η χώρα μας έναντι των διεκδικήσεων της Τουρκίας.
Τέλος, με την εξαπόλυση των λαθρομεταναστών από τη Τουρκία (είδος υβριδικού πολέμου), η ενίσχυση με στρατιωτικά μέσα, η οικονομική συμπαράσταση και η απορρόφηση των λαθρομεταναστών από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ήταν ελάχιστη. Μπορεί βέβαια με την άνοδο της αριστερής κυβέρνησης στην Ελλάδα και τη πολιτική του «Η θάλασσα δεν έχει σύνορα» να φταίμε και εμείς, ωστόσο πολύ μεγαλύτερη οικονομική βοήθεια έλαβε η Τουρκία που εξακολούθησε να ανοίγει κατά το δοκούν τις κάνουλες των λαθρομεταναστευτικών ορδών και να εκβιάζει, παρά η χώρα μέλος Ελλάδα. Σε όλα αυτά ας προσθέσουμε και την έλλειψη συμπαράστασης και αλληλεγγύης στο ζήτημα της ονομασίας του κράτους των Σκοπίων που και αυτό εν δυνάμει μπορεί να αποτελέσει απειλή για τη χώρα μας.
Πέρα λοιπόν από το γεγονός ότι και ο στόχος της ασφάλειας δεν επετεύχθη, σαν Έλληνες αυτό έχουμε ως στόχο; Για να το πούμε λαϊκά, να κρυβόμαστε πίσω από τα φουστάνια του ΝΑΤΟ και της ΕΕ για να προστατευθούμε από τη Τουρκία; Ή όπως έγραψε και ο Παναγιώτης Κονδύλης, «άλλος να μας ταϊζει και άλλος να μας φυλάει;» Δεν έχουμε δικούς μας στόχους;
Αφού λοιπόν ούτε οικονομικά, ούτε από άποψη εθνικής ασφαλείας η Ευρωπαϊκή Ένωση εξυπηρετεί την Ελλάδα μήπως χρειάζεται να το ξανασκεφτούμε;
Δεν προπαγανδίζω όμως με λαϊκίστικα συνθήματα περί αμέσου εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά μόνο μετά από την εφαρμογή κατάλληλων πολιτικών, επίτευξη εσωτερικών παραγωγικών προυποθέσεων στους τομείς της γεωργίας και της βιομηχανίας, εσωτερική οικονομική σταθερότητα και κατόπιν συντεταγμένη έξοδο όπως η Μεγάλη Βρετανία. Ειδάλως οι εσωτερικές επιπτώσεις θα είναι σημαντικές και μακροχρόνιες. Πληθωρισμός, υποτίμηση της δραχμής κλπ.
Μέσα σε αυτή την Ένωση τα συμφέροντα της Ελλάδος δεν εξυπηρετούνται και η χώρα δε μπορεί να ασκήσει ανεξάρτητη πολιτική, ακόμα και αν είχαμε ηγεσίες που θα ήθελαν να αναλάβουν το βάρος της διακυβέρνησης μιας ανεξάρτητης Ελλάδας και όχι διαχειριστές όπως οι κυβερνήσεις των τελευταίων δεκαετιών.