Ελληνική Κοσμοκρατορία στην Αρχιτεκτονική - Ελληνική Αναγέννηση. Πρόταση για την ανέγερση μουσείου ακροπόλεως και αρχαιοτήτων στην Αθήνα το 1888 από τον Θεόφιλο Χάνσεν. Η σύγκριση με το σημερινό μόνο θλίψη μας προκαλέι.
Αθηναϊκός Νεοκλασικισμός - Ο Θ. Χάνσεν (1813-91) γεννήθηκε και σπούδασε στην Κοπεγχάγη. Κατά την εννεαετή παραμονή του στην Αθήνα (1837-46) συνέθεσε την αρχιτεκτονική γλώσσα, που χαρακτήρισε την Αθήνα του 19ου αιώνα, είναι δηλαδή ουσιαστικά ο κύριος δημιουργός του Αθηναϊκού Νεοκλασικισμού. Ο Θεόφιλος Χάνσεν σχεδίασε τα σημαντικότερα κτίρια της Αθήνας, την Ακαδημία, τη Βιβλιοθήκη, το Αστεροσκοπείο και το Ζάππειο (μετέτρεψε ριζικά τα σχέδια του Φ. Μπουλανζέ). Είναι, ωστόσο, λιγότερο γνωστός από τον μαθητή του, Ερνέστο Τσίλλερ. Ο Τσίλλερ, βέβαια, είναι εύλογο να είναι πολύ περισσότερο γνωστός σ' εμάς (καθόλου όμως στη Γερμανία) γιατί έζησε, έδρασε και πέθανε στην Ελλάδα, εκτιμήθηκε κι έγινε γνωστός στην εποχή του, αλλά μεταπολεμικά τίποτα το «κλασικό», και μαζί με αυτό και η αρχιτεκτονική του, δεν μπορούσε να σταθεί μπροστά στην επέλαση της μοντερνικότητας και της πολυκατοικίας.
Το 1859 ο Θ. Χάνσεν συνέλαβε, με αφετηρία το κτήριο του Πανεπιστημίου, έργο του αδελφού του Χριστιανού, την λεγόμενη «Αθηναϊκή Τριλογία» - το συγκρότημα των κτηρίων του Πανεπιστημίου, της Ακαδημίας και της Βιβλιοθήκης - που αποτελεί το σημαντικότερο αρχιτεκτονικό σύνολο της χώρας μετά την Ακρόπολη. Σχεδίασε επίσης, το Αστεροσκοπείο, το Ζάππειο και αριθμό ανεκτέλεστων έργων (τα οποία αν έχουν σωθεί τα σχέδια καλό θα ήταν να τα πραγματοποιήσουμε). Παράλληλα, διέπρεψε στη Βιέννη, όπου σχεδίασε σειρά κτηρίων, όπως το Κοινοβούλιο, την Ακαδημία Καλών Τεχνών, την Ελληνική Εκκλησία, το Μέγαρο των Φίλων της Μουσικής κ.ά. Βέβαια αυτόν τον ταλαντούχο αρχιτέκτονα, όπως πολύ συχνά συμβαίνει, φρόντισε το Ελληνικό κράτος το 1843 να απολύσει από τη θέση του καθηγητή στο Σχολείο των Τεχνών, όπου δίδασκε μαζί με τον αδελφό του και άλλους μη αυτόχθονες αρχιτέκτονες, ζωγράφους και γλύπτες.
Στις αρχές του 19ου αιώνα ο νεοκλασικισμός βρισκόταν στο ζενίθ του και ο Θ. Χάνσεν αφιερώθηκε στη μελέτη του. Στα έργα του παρατηρείται ένα αρχιτεκτονικό ιδίωμα με «αναδρομικά» χαρακτηριστικά, που ο ίδιος ονόμασε «Hellenische Renaissance» δηλαδή "Ελληνική Αναγέννηση".
Με την έννοια «Ελληνική Αναγέννηση» ο Χάνσεν ορίζει επώνυμα τη δική του αρχιτεκτονική. Υποδηλώνει την κατεύθυνσή του, που είναι η δημιουργία ή, μάλλον, η επινόηση μιας διαφορετικής αρχιτεκτονικής της Αναγέννησης, με βάση όχι την αρχαία ρωμαϊκή αλλά την αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική. Η αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική, σε αντίθεση με τα ελληνικά κείμενα, ήταν άγνωστη στη Δύση πριν από τον 18ο αιώνα και η ιταλική αναγεννησιακή αρχιτεκτονική αναπτύχθηκε αποκλειστικά πάνω σε ρωμαϊκά πρότυπα. Κατά συνέπεια, όπως το έχει διατυπώσει ο Γεώργιος Α. Πανέτσος, ο Χάνσεν επινοεί την παράδοση, περιγράφει νέες ιδέες που στην αρχιτεκτονική του προωθούνται ως κληρονομιά ή με το πρόσχημα της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Οι εθνικοί ευεργέτες, ο Ε. Ζάππας, ο Γ. Σίνας, ο Π. Βαλλιάνος, καλώντας τους αδελφούς Χάνσεν και τον Ερνέστο Τσίλλερ από την Ευρώπη και χρηματοδοτώντας την κατασκευή δημόσιων κτιρίων, τα οποία μέχρι σήμερα είναι τοπόσημα της Αθήνας, προσπάθησαν να δώσουν στην πόλη τον χαρακτήρα και τη λάμψη μιας ευρωπαϊκής πρωτεύουσας με καθαρά Ελληνιστικά χαρακτηριστικά.
Η προσπάθεια των ευεργετών, που επέλεγαν και τους σωστούς αρχιτέκτονες, απέβη εξαιρετικά ωφέλιμη για την απόδοση μιας λάμψης που αφορά όλους τους κατοίκους μιας πόλης. Και αναγνωρίζουμε πως η ανέγερση των δημόσιων κτιρίων του 19ου αιώνα, που αναδείχτηκαν σε τοπόσημα, παρ' όλο που είναι λιγοστά, φωτίζουν το αστικό τοπίο, πιθανώς γιατί εμπεριέχουν και τον ελεύθερο χώρο που τα βοηθά στη δημιουργία αισθητικά ευνοϊκών περιγραμμάτων.
Τα τελευταία χρόνια, διάσημοι αρχιτέκτονες, όπως ο Σαντιάγο Καλατράβα, ο Μάριο Μπότα, ο Μπερνάρ Τσουμί και ο Ρέντσο Πιάνο, έχουν βάλει τη δική τους σφραγίδα στην πόλη. Το αποτέλεσμα όμως είναι εξίσου επιτυχημένο; Όχι σε καμιά περίπτωση. Οι διάσημοι σύγχρονοί μας αρχιτέκτονες προσπάθησαν με τα διάσπαρτα έργα τους να θέσουν τη σφραγίδα τους στην πόλη, αν και δεν δημιουργείται έτσι μια αρχιτεκτονική ταυτότητα.
Ακολούθησαν κατασκευαστική λογική, ενώ ο Θεόφιλος, ο οποίος είναι και το θέμα μας, θα λέγαμε πως ήταν conceptual: προσάρμοζε την κατασκευή, ακόμα και τις σιδηροκατασκευές, αντλώντας από τους αρχαίους. Οι άλλοι δεσμεύονται από την κατασκευή και όχι από την ιδέα. Ακολουθούν, πλην του Τσουμί, μια τεκτονική παράδοση δεδομένης της υπεροχής των βιομηχανικών υλικών, ενώ ο Θεόφιλος έχει τις εννοιολογικές αφετηρίες του στην Αθήνα.
Ας σκεφτούμε, πάντως, πόσες δυνατότητες δόθηκαν στον νεαρό Χάνσεν στο ξεκίνημά του στην Αθήνα του Όθωνα. Σήμερα, ποιες δυνατότητες προβλέπονται για νέους αρχιτέκτονες με παρόμοιο όραμα από δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς; Έχει σήμερα η Αθήνα ελπίδα να αποκτήσει Ελληνική αρχιτεκτονική ταυτότητα;
Ναι έχει αρκεί να ακολουθήσουμε το όραμα του Θ. Χάνσεν για την Αθήνα του 21ου αιώνα. Με ένα νέο Ελληνιστικό αρχιτεκτονικό σχέδιο για όλο το κέντρο της πόλης το οποίο θα αναδεικνύει τη Ελληνική κλασσική αρχιτεκτονική, το αρχαίο κάλος και την ιστορία της Αθήνας, θα αποτελεί ένα παράδεισο για τους κατοίκους αλλά και θα προσελκύσει εκατ. επισκέπτες να την επισκεπτούν.